-
1 ἀμφί-δοξος
ἀμφί-δοξος, unentschieden, zweifelhaft, νίκη Pol. 11, 1, 8; κίνδυνος 9, 4; ἐλπίδες 15, 1, 12; Plut. öfter; ἐν ἀμφιδόξῳ εἶναι, streitig sein, Theophr.; Luc. Ilarm. 4; συλλαβή, anceps, Schol. Hephaest. p. 6; ἀμφίδ. πρὸς τὰ ϑεῖα, der keine feste Meinung über die Götter hat, Plut. def. or. 45.
См. также в других словарях:
αμφίδοξος — ἀμφίδοξος, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει αμφίβολη γνώμη για κάτι, που είναι ασταθής στις πεποιθήσεις του 2. (για μάρτυρα) αυτός, για τον οποίο γεννιέται αμφιβολία, διχογνωμία 3. (για πράγματα) αμφίβολος, αμφισβητήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek