Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐν ἀμφιδόξῳ εἶναι

См. также в других словарях:

  • αμφίδοξος — ἀμφίδοξος, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει αμφίβολη γνώμη για κάτι, που είναι ασταθής στις πεποιθήσεις του 2. (για μάρτυρα) αυτός, για τον οποίο γεννιέται αμφιβολία, διχογνωμία 3. (για πράγματα) αμφίβολος, αμφισβητήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»